- αρμένικα
- τα, αρμένική η армянский язык
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Armenians in Greece — The Armenians in Greece are Greek citizens of Armenian descent. There has been an Armenian presence in Greece for centuries when Armenians, for various reasons, left Armenia and settled in the wider area of Thessalia, Macedonia and Thrace. Traces … Wikipedia
αρμένικος — η, ο και κός, ή, ό (AM ἀρμενικός, ή, όν) αυτός που ανήκει σε Αρμένιο (ή Αρμενίους) ή που προέρχεται απ αυτόν νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η Αρμενική η αρμενική γλώσσα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αρμένικα η αρμενική γλώσσα 3. φρ. α) «αρμένικη… … Dictionary of Greek
ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Εφραίμ ο Σύρος — (Νίσιβις, Μεσοποταμία 306; – Έδεσσα, Συρία 375 μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Θεωρείται ο κλασικός της Συριακής Εκκλησίας και των συριακών εκκλησιαστικών γραμμάτων. Για τη ζωή του ελάχιστα είναι γνωστά, γιατί ο θρύλος συγχέεται με τα… … Dictionary of Greek
Θεοδοσίου — Επώνυμο γνωστών τυπογράφων. 1. Δημήτριος (Ιωάννινα 1704 – ;). Μαθήτευσε στο τυπογραφείο Ν. Γλυκή, του οποίου, το 1745, ανέλαβε τη διεύθυνση. Το 1755 ίδρυσε τυπογραφείο στη Βενετία, όπου συνολικά τύπωσε 410 ελληνικά βιβλία, 80 σλαβικά και 19… … Dictionary of Greek
Καρά-Νταγκ — (Kara Dag). Ονομασία (στα τουρκικά σημαίνει Μαύρο Βουνό) βουνών σε διάφορες περιοχές. 1. Ορεινός όγκος (577 μ.) στην Κριμαία της Ουκρανίας, στην ακτή της Μαύρης θάλασσας. Αποτελείται από οροσειρές και κορυφές με πρωτότυπα σχήματα, που… … Dictionary of Greek
Λαχανοδράκων, Μιχαήλ — (; – 792). Στρατηγός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Υπηρέτησε επί Λέοντα Δ’ (775 780) και Κωνσταντίνου ΣΤ’ (780 797) και ήταν υπέρμαχος της θρησκευτικής μεταρρύθμισης. Το 778 εισέβαλε στην αραβοκρατούμενη Συρία επικεφαλής περίπου 100.000 ανδρών.… … Dictionary of Greek